μάγειρος

μάγειρος
και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α. «προσέλαβαν καινούργιο μάγειρα στο εστιατόριο» β. «ὄψα μὲν γὰρ οἱ μάγειροι σκευάζουσιν ἐκ χυμῶν διαφόρων αὐστηρὰ καὶ λιπαρὰ καὶ γλυκέα καὶ δριμέα συγκεραννύντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει καλά τη μαγειρική τέχνη
2. ιδιοκτήτης μαγέρικου, λαϊκού εστιατορίου
μσν.
το θηλ. η μαγείρισσα
χύτρα
αρχ.
1. σφαγέας, χασάπης που έσφαζε τα ζώα και παρασκεύαζε φαγητά με αυτά («Ἄδου μάγειρος» — ο Πολύφημος, Ευρ.)
2. επιμελητής στα τραπέζια, στα συμπόσια, τραπεζοκόμος («ἀλλ' εἴσιθ' ὡς μάγειρος ήδη τὰ τεμάχη ἤμελλ' ἀφαιρεῑν χἠ τράπεζ' εἰσῄρετο», Αριστοτ.)
3. αυτός που παρασκεύαζε εδέσματα από κρέατα και ψάρια, σε αντιδιαστολή προς τον οινοχόο και τον σιτοποιό
4. ο θύτης, αυτός που σφάγιαζε τα προς θυσία ζώα
5. ο δημόσιος μάγειρος, σε αντιδιαστολή προς τον ιδιώτη
6. ο κρεοπώλης, ο χασάπης
7. φρ. «λόγος μαγείρου» — κατάλογος φαγητών πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάγειρος (πιθ. < *μαγερj-ος) είναι αβέβαιης ετυμολ. Θεωρείται απίθανο ο τ. να συνδέεται με το ρ. μάσσω* «ζυμώνω, μαλλάσσω», ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. είναι μακεδονική και συνδέεται με τον τ. μάχαιρα. Κατά μία άποψη, ο ιων.-αττικός τ. μάγειρος θεωρείται αρχικός, ενώ ο δωρ. τ. μάγῑρος αποτελεί άλλη ορθογραφία τού τ., όπου το μακρό --αντιστοιχεί με τη νόθο δίφθογγο -ει- τής ιων. - αττικής. Κατ' άλλη άποψη όμως, λιγότερο πιθανή, ο αττ. τ. μάγειρος προέρχεται από τη δωρ. διάλεκτο, οπότε το αττ. -ει- αποτελεί μεταγραφή τού δωρ. --. Η λ. μάγειρος θεωρείται ότι αρχικά είχε θρησκευτική σημασία («αυτός που σφαγίαζε τα προς θυσία ζώα), στη συνέχεια θεωρήθηκε συνώνυμη τού τ. δαιτρός («αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στα δείπνα»), ενώ με το πέρασμα, τού χρόνου η σημασία της περιορίστηκε να δηλώσει απλώς «αυτόν που παρασκευάζει τα φαγητά». Η λατ. έχει δανειστεί ορισμένες λ. αυτής τής οικογένειας (πρβλ. magira «η μαγειρική τέχνη», magiriscium «το όργανο που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»).
ΠΑΡ. μαγείραινα, μαγειρεύω, μαγειρικός, μαγείρισσα
αρχ.
μαγειρίσκος, μαγειρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. μαγειροχιτώνας. (Β' συνθετικό) αρχιμάγειρος, λογομάγειρος
αρχ.
ανθρωπομάγειρος, ισικιομάγειρος, μοσχομάγειρος, χοιρομάγειρος
νεοελλ.
οινομάγειρος, παραμάγειρος, πρωτομάγειρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάγειρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγειρος — ο ο μάγειρας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγείροις — μάγειρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείρου — μάγειρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείρους — μάγειρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείρων — μάγειρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείρῳ — μάγειρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγειρε — μάγειρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγειροι — μάγειρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγειρον — μάγειρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”